- τσαμπουκαλής
- ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ2. μτφ. α) άνθρωπος τού υποκόσμουβ) μάγκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. -λής (πρβλ. μουστακα-λής, παρα-λής)].
Dictionary of Greek. 2013.