τσαμπουκαλής

τσαμπουκαλής
ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν
1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ
2. μτφ. α) άνθρωπος τού υποκόσμου
β) μάγκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. -λής (πρβλ. μουστακα-λής, παρα-λής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσαμπουκαλής — ο πληθ. ήδες 1. αυτός που έχει ή κάνει τσαμπουκά (βλ. λ.). 2. ζόρικος άνθρωπος του υποκόσμου με προηγούμενες δοσοληψίες με την αστυνομία, κακοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαμπουκαλεύω — Ν [τσαμπουκαλής] 1. γίνομαι τσαμπουκαλής 2. μαρτυρώ, φανερώνω κάτι 3. μέσ. τσαμπουκαλεύομαι δημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκάς — ο, Ν 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι, χαρακιά 2. τατουάζ 3. μτφ. α) μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι β) (για πρόσ.) μάγκας, τσαμπουκαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκαλίδικος — η, ο, Ν 1. μάγκικος, ζόρικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσαμπουκαλίδικα είδος συνθηματικής διαλέκτου τών ανθρώπων τού υποκόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκαλής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος, μπελαλ ίδικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”